κλιμακηφόρος

κλιμακηφόρος
κλιμακηφόρος, -ον (Α)
βλ. κλιμακοφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλιμακοφόρος — ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῑσθαι», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» το κλιμακοστάσιο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος ὁ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”